- μαγειρίσκιον
- μᾰγειρ-ίσκιον, τό, Dim. of μάγειρος, of a silver cup in the form of a genre figure, Plin.HN33.157.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαγειρίσκιον — μαγειρίσκιον, τὸ (Α) αργυρό σκεύος με ιδιάζουσα μορφή και κατασκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγειρίσκος. Τη λ. έχει δανειστεί η λατ. (πρβλ. magiriscium «το σκεύος που χρησιμοποιεί ο μάγειρος»)] … Dictionary of Greek